- Μελανήσιος
- ο, θηλ. Μελανησία1. το θηλ. μεγάλη συστάδα νήσων τής Ωκεανίας2. ο κάτοικος τών νήσων αυτών ή εκείνος που κατάγεται από αυτά τα νησιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. Μελανησία μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.